- φραγκοσυριανός
- οθηλ. -ή Συριανός που είναι ελληνικής καταγωγής και ανήκει στο καθολικό δόγμα: Λες και μάγια μου 'χεις κάνει, φραγκοσυριανή γλυκιά (λαϊκό τραγούδι).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.